- ασέληνος
- η , ο [ος , ον ] безлунный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀσέληνος — moonless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασέληνος — η, ο (AM ἀσέληνος, ον) αυτός που δεν φωτίζεται από το φως της σελήνης, ο σκοτεινός («νὺξ ἀσέληνος» «ζοφώδης καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας») … Dictionary of Greek
ασέληνος — η, ο ο χωρίς φεγγάρι, αφέγγαρος, σκοτεινός: Η νύχτα ήταν ασέληνη, σκοτεινή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσέληνον — ἀσέληνος moonless masc/fem acc sg ἀσέληνος moonless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσελήνοις — ἀσέληνος moonless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσελήνου — ἀσέληνος moonless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσελήνους — ἀσέληνος moonless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσελήνων — ἀσέληνος moonless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσελήνῳ — ἀσέληνος moonless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσέληνα — ἀσέληνος moonless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀσέληνον — ἀσέληνον , ἀσέληνος moonless masc/fem acc sg ἀσέληνον , ἀσέληνος moonless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)